μειδήσας

μειδήσας
μειδήσᾱς , μειδάω
smile
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάρχαρος — κάρχαρος, ον, θηλ. και καρχάρα (Α) 1. αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια 2. (για ήχο ή λέξεις) σκληρός, τραχύς, οξύς, δηκτικός 3. (για ήθη) άξεστος, αγροίκος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) κάρχαρον με σκληρό τρόπο («κάρχαρόν τι μειδήσας», Βάβρ.).… …   Dictionary of Greek

  • μειδάω — (Α) μειδιώ, χαμογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μειδιῶ. Το ρ. μαρτυρείται μόνο στο γ εν. πρόσ., στο αρσ. τής μτχ. και στο απρμφ. τού αορ. μείδησε, μειδήσας και μειδῆσαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”